Καλησπέρα σας καλοί μου φίλοι!!!!
Ακούστε τώρα τι σκέφτηκα. Να διηγηθούμε ο καθένας μας μια χαριτωμένη σκηνή απ' όταν ήμασταν μικρά. Κάνω εγώ την αρχή. Είναι όμορφο να ταξιδεύουμε στην εποχή της παιδικής μας ηλικίας, ειδικά αν ήμασταν σκανταλιάρικα, γιατί θυμόμαστε πόσο αθώα και αγνά πλασματάκια ήμασταν, συνάμα πόσο αφελή χαχαχαχαα.
Έχω πολλά για να διηγηθώ, αλλά επειδή δεν μπορώ να τα διηγηθώ όλα.αρκούμαι στο συγκεκριμένο.
Τα καλοκαίρια, συνήθιζα να πηγαίνω στη γλυκιά μου τη γιαγιάκα, από την οποία πήρα και το όνομά μου, και να περνάω τη μέρα μαζί της και την αγαπημένη μου ξαδερφούλα που ζούσε ακριβώς δίπλα.
Το επεισόδιο που θα σας διηγηθώ, συνέβη όταν ήμουνα εννέα χρονών, ίσως και δέκα δε θυμάμαι καλά. Εκείνο το πρωί λοιπόν, ετοίμασα τα πράγματά μου, μια σακούλα του σούπερμάρκετ δηλαδή γεμάααατη με τα κουζινικά μου, την κρέμασα στο πίσω μέρος του παιδικού μου ποδηλάτου και... ξεκίνησα ευτυχισμένη για τη γιαγιά μου τη Ροδού.
Στο δρόμο τα κουζινικά μου βροντοφώναζαν παντού ότι περνούσα, κάνοντας ένα αρκετά δυνατό θόρυβο έτσι όπως τραντάζονταν μέσα στην τσάντα από το κούνημα του ποδηλάτου . Κάτι σαν Ντένις τρομερός για να καταλάβετε χαχαχα.
Σε δέκα λεπτά έμπαινα φορτωμένη στο σπίτι της γιαγιάκας μου, η οποία με υποδέχτηκε με την πιο γλυκιά αγκαλιά όπως πάντα. Έπαιξα όλο το πρωί με τη Δημητούλα μου, το μεσημέρι έφαγα με τη γιαγιά και τον παπποπύ μου, και αμέσως μετά ήταν η ώρα που ξεκουράζονταν ο παππούς και η γιαγιά. Η ώρα αυτή ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη για μένα, γιατί ενώ στο σπίτι μου έπρεπε σύμφωνα με τους γονείς μου να κοιμηθούμε για μεσημέρι, κάτι που δεν μπορούσα με ΤΊΠΟΤΑ να κάνω, δεν με έπαιρνε με τίποτα ο ύπνος το μεσημέρι, οπότε περνούσα δυο βασανιστικές ώρες, πειράζοντας αναγκαστικά τα αδέρφια μου για να ξυπνήσουν και να παίξω, με αποτέλεσμα να με κατσαδιάζει η μαμά μου, εδώ στη γιαγιά μου, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Η γιαγιάκα μου μου έλεγε: "Ροδούλα μου, εμείς πάμε να ξαπλώσουμε λίγο. Αν δε θες εσύ να κοιμηθείς, μπορείς να παίξεις ήσυχα όμως εντάξει"; Πόσο εκτιμούσα αυτό που μου πρόσφερε η γιαγιά μου δε λέγεται. Πιο φρόνιμο και ήσυχο παιδάκι από εμένα δε θα βρίσκατε εκείνες τις δυο μεσημεριανές ώρες. Αγνώριστη σας λέω.
Εκείνο το μεσημέρι λοιπόν, επέλεξα να βγω έξω στην αυλή, όπου είχε δυο τρεις μικρές κοτούλες και ειδικά η μια ήταν σκέτη γλύκα. Την πήρα λοιπόν πάνω μου -απορώ πώς την κατάφερα να μείνει πάνω μου. Πρώτη μου φορά έπιανα κοτούλα και τη χάιδευα. Οι κότες έρχονταν από κοντά και με περιεργάζονταν έτσι όπως καθόμουν στο χώμα, έχοντας ακουμπισμένη την πλάτη μου στον κορμό ενός δέντρου. Ξαφνικά, μου ήρθε, ότι οι κοτούλες μιλούν όπως κι εμείς, απλά χρησιμοποιούν τη συλλαβή κο, κα, κου κλπ. Χαχαχαχαχα πώς μου ήρθε ήθελα να ήξερα. Παίρνω λοιπόν την κοτούλα μωρό, μπαίνω στο κοτέτσι κανονικά, και κάθομαι στο χώμα, εξακολουθώντας να την κρατώ αγκαλιά κι εκείνη να μένει. Εκεί άρχισα τη συζήτηση.
"Κάκου κι κάκεις"; (Γεια σου τι κάνεις);
"Κε κεκε κοκουκα" (Με λένε Ροδούλα).
"Κ' ακεκει κεκω;" (Σ' αρέσει εδώ;)
"Κ'ακακω" (Σ' αγαπώ)
Και συνέχισα για πάρα πολλή ώρα, μέχρι που ξύπνησε η γιαγιά μου και με φώναξε για χυμό. Το τι κουβέντες έκανα με τις κοτούλες δε λέγεται. Και ένιωθα τόσο όμορφα, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο όμορφα!!
Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, η γιαγιάκα μου μου έδωσε μερικά αυγουλάκια, έξι στον αριθμό. Τα πήρα λοιπόν και ξεκίνησα για το σπίτι.
Όταν έφτασα, και κατέβηκα από το ποδήλατο, φορτωμένη τα κουζινικά μου και τα αυγά, είδα ότι ένα από αυτά είχε σπάσει. Ακούστε τώρα η αθεόφοβη τι σκέφτηκα:
"Το καημένο, θα στεναχωριέται που είναι το μοναδικό σπασμένο και όλα τα άλλα γερά"
Και κάνοντας αυτή τη σκέψη, κάθισα στα γόνατα πάνω στη βεράντα του σπιτιού μου και έσπασα άλλο ένα αυγό, κτυπώντας το στο πάτωμα της βεράντας, για να του κάνει λέει παρέα.
Αμέσως όμως, άλλη σκέψη μου καρφώθηκε στο μυαλό:
"Ω, τώρα αυτά που είναι δυο θα τα κοροϊδεύουν τα άλλα τέσσερα ότι είναι σπασμένα"
Και χωρίς δεύτερη σκέψη, έσπασα άλλο ένα αυγό, για να είναι λέει ίσα τα σπασμένα και τα γερά, και να μην κοροϊδεύονται.
Αμ δεν ησύχασα όμως, γιατί ήρθε άλλη σκέψη στο μυαλό μου.
"Για να δούμε τα κύρια γερά αυγά τώρα, αν αυτά ήταν πιο λίγα, θα τους άρεσε να τα κοροϊδεύουν τα σπασμένα αν ήταν πιο πολλά";
Και δώστου χτυπάω άλλο ένα αυγό κάτω και το σπάω. Είχα τώρα τέσσερα σπασμένα και δυο γερά.
Άντε πάλι έρχεται άλλη σκέψη στο μυαλό μου:
"Τα καημένα τα γερά που τα κοροϊδεύουν τα σπασμένα"
Και χωρίς δεύτερη σκέψη, γλύτωσε τα μοναδικά δυο γερά αυγά από την κοροϊδία κτυπώντας τα στο πάτωμα, μέχρι που σπάσανε. Χαχαχαχαχα
Ήσυχη πια, κτύπησα το κουδούνι, και μόλις μου άνοιξε η μαμά μου, που δεν είχε ιδέα τι έκανα εγώ τα τελευταία λεπτά στη βεράντα, της είπα δείχνοντας το σακουλάκι με τα σπασμένα αυγά:
"Μαμά μου έδωσε η γιαγιά αυγά, αλλά έσπασαν στο δρόμο"
"Δεν πειράζει Ροδούλα μου" μου είπε η μαμά μου, και ήσυχη πέρασα σπίτι.
Χαχαχαχαχα μόνο μετά από χρόνια της αποκάλυψα τι πραγματικά έγινε.
Περιμένω στα σχόλια τη δική σας σκανταλιά.
Σας φιλώ γλυκά γλυκά!
Ακούστε τώρα τι σκέφτηκα. Να διηγηθούμε ο καθένας μας μια χαριτωμένη σκηνή απ' όταν ήμασταν μικρά. Κάνω εγώ την αρχή. Είναι όμορφο να ταξιδεύουμε στην εποχή της παιδικής μας ηλικίας, ειδικά αν ήμασταν σκανταλιάρικα, γιατί θυμόμαστε πόσο αθώα και αγνά πλασματάκια ήμασταν, συνάμα πόσο αφελή χαχαχαχαα.
Έχω πολλά για να διηγηθώ, αλλά επειδή δεν μπορώ να τα διηγηθώ όλα.αρκούμαι στο συγκεκριμένο.
Τα καλοκαίρια, συνήθιζα να πηγαίνω στη γλυκιά μου τη γιαγιάκα, από την οποία πήρα και το όνομά μου, και να περνάω τη μέρα μαζί της και την αγαπημένη μου ξαδερφούλα που ζούσε ακριβώς δίπλα.
Το επεισόδιο που θα σας διηγηθώ, συνέβη όταν ήμουνα εννέα χρονών, ίσως και δέκα δε θυμάμαι καλά. Εκείνο το πρωί λοιπόν, ετοίμασα τα πράγματά μου, μια σακούλα του σούπερμάρκετ δηλαδή γεμάααατη με τα κουζινικά μου, την κρέμασα στο πίσω μέρος του παιδικού μου ποδηλάτου και... ξεκίνησα ευτυχισμένη για τη γιαγιά μου τη Ροδού.
Στο δρόμο τα κουζινικά μου βροντοφώναζαν παντού ότι περνούσα, κάνοντας ένα αρκετά δυνατό θόρυβο έτσι όπως τραντάζονταν μέσα στην τσάντα από το κούνημα του ποδηλάτου . Κάτι σαν Ντένις τρομερός για να καταλάβετε χαχαχα.
Σε δέκα λεπτά έμπαινα φορτωμένη στο σπίτι της γιαγιάκας μου, η οποία με υποδέχτηκε με την πιο γλυκιά αγκαλιά όπως πάντα. Έπαιξα όλο το πρωί με τη Δημητούλα μου, το μεσημέρι έφαγα με τη γιαγιά και τον παπποπύ μου, και αμέσως μετά ήταν η ώρα που ξεκουράζονταν ο παππούς και η γιαγιά. Η ώρα αυτή ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη για μένα, γιατί ενώ στο σπίτι μου έπρεπε σύμφωνα με τους γονείς μου να κοιμηθούμε για μεσημέρι, κάτι που δεν μπορούσα με ΤΊΠΟΤΑ να κάνω, δεν με έπαιρνε με τίποτα ο ύπνος το μεσημέρι, οπότε περνούσα δυο βασανιστικές ώρες, πειράζοντας αναγκαστικά τα αδέρφια μου για να ξυπνήσουν και να παίξω, με αποτέλεσμα να με κατσαδιάζει η μαμά μου, εδώ στη γιαγιά μου, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Η γιαγιάκα μου μου έλεγε: "Ροδούλα μου, εμείς πάμε να ξαπλώσουμε λίγο. Αν δε θες εσύ να κοιμηθείς, μπορείς να παίξεις ήσυχα όμως εντάξει"; Πόσο εκτιμούσα αυτό που μου πρόσφερε η γιαγιά μου δε λέγεται. Πιο φρόνιμο και ήσυχο παιδάκι από εμένα δε θα βρίσκατε εκείνες τις δυο μεσημεριανές ώρες. Αγνώριστη σας λέω.
Εκείνο το μεσημέρι λοιπόν, επέλεξα να βγω έξω στην αυλή, όπου είχε δυο τρεις μικρές κοτούλες και ειδικά η μια ήταν σκέτη γλύκα. Την πήρα λοιπόν πάνω μου -απορώ πώς την κατάφερα να μείνει πάνω μου. Πρώτη μου φορά έπιανα κοτούλα και τη χάιδευα. Οι κότες έρχονταν από κοντά και με περιεργάζονταν έτσι όπως καθόμουν στο χώμα, έχοντας ακουμπισμένη την πλάτη μου στον κορμό ενός δέντρου. Ξαφνικά, μου ήρθε, ότι οι κοτούλες μιλούν όπως κι εμείς, απλά χρησιμοποιούν τη συλλαβή κο, κα, κου κλπ. Χαχαχαχαχα πώς μου ήρθε ήθελα να ήξερα. Παίρνω λοιπόν την κοτούλα μωρό, μπαίνω στο κοτέτσι κανονικά, και κάθομαι στο χώμα, εξακολουθώντας να την κρατώ αγκαλιά κι εκείνη να μένει. Εκεί άρχισα τη συζήτηση.
"Κάκου κι κάκεις"; (Γεια σου τι κάνεις);
"Κε κεκε κοκουκα" (Με λένε Ροδούλα).
"Κ' ακεκει κεκω;" (Σ' αρέσει εδώ;)
"Κ'ακακω" (Σ' αγαπώ)
Και συνέχισα για πάρα πολλή ώρα, μέχρι που ξύπνησε η γιαγιά μου και με φώναξε για χυμό. Το τι κουβέντες έκανα με τις κοτούλες δε λέγεται. Και ένιωθα τόσο όμορφα, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο όμορφα!!
Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, η γιαγιάκα μου μου έδωσε μερικά αυγουλάκια, έξι στον αριθμό. Τα πήρα λοιπόν και ξεκίνησα για το σπίτι.
Όταν έφτασα, και κατέβηκα από το ποδήλατο, φορτωμένη τα κουζινικά μου και τα αυγά, είδα ότι ένα από αυτά είχε σπάσει. Ακούστε τώρα η αθεόφοβη τι σκέφτηκα:
"Το καημένο, θα στεναχωριέται που είναι το μοναδικό σπασμένο και όλα τα άλλα γερά"
Και κάνοντας αυτή τη σκέψη, κάθισα στα γόνατα πάνω στη βεράντα του σπιτιού μου και έσπασα άλλο ένα αυγό, κτυπώντας το στο πάτωμα της βεράντας, για να του κάνει λέει παρέα.
Αμέσως όμως, άλλη σκέψη μου καρφώθηκε στο μυαλό:
"Ω, τώρα αυτά που είναι δυο θα τα κοροϊδεύουν τα άλλα τέσσερα ότι είναι σπασμένα"
Και χωρίς δεύτερη σκέψη, έσπασα άλλο ένα αυγό, για να είναι λέει ίσα τα σπασμένα και τα γερά, και να μην κοροϊδεύονται.
Αμ δεν ησύχασα όμως, γιατί ήρθε άλλη σκέψη στο μυαλό μου.
"Για να δούμε τα κύρια γερά αυγά τώρα, αν αυτά ήταν πιο λίγα, θα τους άρεσε να τα κοροϊδεύουν τα σπασμένα αν ήταν πιο πολλά";
Και δώστου χτυπάω άλλο ένα αυγό κάτω και το σπάω. Είχα τώρα τέσσερα σπασμένα και δυο γερά.
Άντε πάλι έρχεται άλλη σκέψη στο μυαλό μου:
"Τα καημένα τα γερά που τα κοροϊδεύουν τα σπασμένα"
Και χωρίς δεύτερη σκέψη, γλύτωσε τα μοναδικά δυο γερά αυγά από την κοροϊδία κτυπώντας τα στο πάτωμα, μέχρι που σπάσανε. Χαχαχαχαχα
Ήσυχη πια, κτύπησα το κουδούνι, και μόλις μου άνοιξε η μαμά μου, που δεν είχε ιδέα τι έκανα εγώ τα τελευταία λεπτά στη βεράντα, της είπα δείχνοντας το σακουλάκι με τα σπασμένα αυγά:
"Μαμά μου έδωσε η γιαγιά αυγά, αλλά έσπασαν στο δρόμο"
"Δεν πειράζει Ροδούλα μου" μου είπε η μαμά μου, και ήσυχη πέρασα σπίτι.
Χαχαχαχαχα μόνο μετά από χρόνια της αποκάλυψα τι πραγματικά έγινε.
Περιμένω στα σχόλια τη δική σας σκανταλιά.
Σας φιλώ γλυκά γλυκά!
Γειά σου ρε Ροδούλα με τις σκανταλιές σου!! Πολύ γελιο οι κοτογλώσσα σου και τα καημένα αυγουλάκια που έκανες κομμάτια :) λοιπόν εγώ θυμήθηκα πως περνούσα το ίδιο μαρτύριο όταν οι γονείς μου ήθελαν να κοιμηθούν το μεσημέρι και με ανάγκαζαν να κοιμηθώ κι εγώ, αλλά που ύπνος φυσικά! Έβαζα λοιπόν την ξαδέρφη μου το καλοκαίρι να κάθεται πάνω στο περβάζι του παραθύρου με τα πόδια της να κρέμονται απο έξω κι εγώ επειδή ήμουν πιο μικρή και δεν έφτανα, καθόμουν πάνω στα πέλματά της και πηδούσα κάτω και το έσκαγα. Όχι που θα κάτσω να σκάσω μέσα μεσημεριάτικο!! Αμ πως! Η μαμά φυσικά δεν το κατάλαβε ποτέ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τώρα κακηκύκα (καληνύχτα) ***
αν δεν κανουμε ως παιδια σκανδαλιες, τοτε πότε??
ΑπάντησηΔιαγραφήακομα και τωρα, καμια φορα κανουμε!! :) :)
καλημερα Ροδουλα!! :)
Xα χα χα πλάκα είχε αυτό με τον μεσημεριανό ύπνο το είχα κι εγώ πωπω τι βάσανο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ Ροδούλα μου δεν τολμώ να βγάλω στον αέρα τις σκανταλιές μου, ήταν πάρα πολλές χα χα χααα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ πατερούλης μου (που με λάτρευε σημείωσε) είχε τόσο αγανακτήσει μαζί μου που μου είχε πει "εύχομαι να βγάλεις ένα παιδί σαν κι εσένα για να καταλάβεις τι έχουμε τραβήξει"
Η αλήθεια είναι ότι το βγαλα αυτό το σκανταλιάρικο παιδί:P
Ομως ακόμα και τώρα όταν τα θυμάμαι γελάω!
Το ίδιο γελάω και με τις σκανταλιές του γιόκα μου!
Πολλά φιλάκια!
Καλό μήνα Ροδούλα μου!Τι ευχάριστη ανάρτηση,την διάβασα με πολύ κέφι!Η πρώτη ζουζουνιά που μου έρχεται στο μυαλό έχει να κάνει με τα φοντάν.Τα αγαπημένα μου τότε "φουντανάκια".Οικοδέσποινα που δεν μας κερνούσε "φουντανάκια" ήταν σαν να μην μας έχει κεράσει τίποτα.Μέχρι που κρυφά ένα απόγευμα έφαγα τόσα πολλά που όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα από τον κοιλόπονο.Τόσο που μέχρι τώρα τα απεχθάνομαι!
ΑπάντησηΔιαγραφήχαχαχα!γλυκια μου ροδουλα! τελεια η κοτοσυζητηση :))) αυτο με τα αυγουλακια δειχνει ποσο ευαισθητη εισαι ηταν τοοοοσο γλυκο! αυτο με τον μεσημεριανο υπνο νομιζω οι περισσοτεροι το ειχαμε! εγω το εχω ακομα! το πρωτο που θυμαμαι ηταν οταν ημουν 6-7 περιπου και ειχα αρρωστησει και η μαμα μου μου εδωσε πρωτη φορα πονσταν σιροπι.. πωπωωω και εγω ξετρελαθηκα με την γευση του.. ειδα λοιπον που το ειχε βαλει η μαμα μου και πηγα το πηρα εκατσα κατω,και σιγα σιγα αρχισα με το κουταλακι να το πινω και να το απολαμβανω!με ειδε η μαμα μου σχετικα γρηγορα και τρελαθηκε!! αργοτερα βγηκε ολο απο μεσα μου αν καταλαβενεις :) για να μην το περιγραψω! χαχαχα!! καλη σου μερα!!φιλακια!
ΑπάντησηΔιαγραφήχαχαχαχ Lyriel μου, πολύ μου άρεσε η καληνύχτα σου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ μα πια με αυτό τον μεσημεριανό ύπνο!! Τι κόλλημα ήταν αυτό ντε και καλά να κοιμόμαστε; χαχαχα Εφιάλτης. Γι' αυτό κι εγώ τις δικές μου, δεν της ανάγκασα ποτέ να κοιμηθούν μεσημέρι, όμως τους έλεγα να παίζουν ήσυχα και το έκαναν. Τι στο καλό με το ζόρι!
Ωραίο αυτό με την ξαδέρφη χαχαχα. Πες στο στη μαμά σου καμιά φορά, θα έχει πλάκα
Φιλάκια
Ο σκανδαλιάρης άνθρωπος Ηλία μου μένει πάντα σκανδαλιάρης χαχαχαχα. Το παιδί μένει πάντα μέσα μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό απόγευμα να έχεις!
Ε λοιπόν Έλενά μου, αυτό με το "μακάρι να κάνεις ένα παιδί να σου μοιάσει, μου το έλεγε και η μαμά μου και δε μου άρεσε. Το έκανα βέβαια, αλλά εγώ δεν υπάρχει περίπτωση να της πω κάτι παρόμοιο. Είναι λάθη αυτά απαράδεχτα, αλλά δεν πειράζει, με αγάπη τα έλεγαν. Εμένα μου έλεγε πάλι, ότι όσο ταλαιπωρήθηκε να με γεννήσει, τόσο την ταλαιπωρώ χαχαχα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα φιλιά μου!
Χαχαχα Ρένα μου, τελικά απ' ότι καταλαβαίνω πολλοί γονείς είχαν το ίδιο κόλλημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό απόγευμα να έχεις!
Χαχαχαχα Βαλεντίνα μου πολύ καλό αυτό με τα φοντανάκια χαχααχα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που ευχαριστήθηκες τις σκανδαλιές μου.
Κάλό απόγευμα να έχεις!
Ωχ Μαρία μου επικίνδυνη σκανδαλιά, ευτυχώς που σε πρόλαβε η μαμά σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα καλά, τι εννοείς μέχρι τώρα το έχεις αυτό με τον ύπνο; Κάτι πρέπει να κάνεις γι' αυτό Μαρία μου. Εγώ τώρα που μεγάλωσα όλο το λέω στους γονείς μου ότι με καταπίεζαν στο θέμα αυτό χαχαχα. και μου λένε ότι αν δεν με ανάγκαζαν να κοιμηθώ, ξεσήκωνα τον κόσμο από τη φασαρία. Αστους να λένε όμως χαχαχα
Φιλάκια
Τέλεια Ροδούλα!! μπράβο! πέρνα από το σπιτάκι μου, παίζω το παιχνίδι σου!!! φιλάκια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠέρασα κιόλας αγαπημένη μου Φανή, αφού είδα το σχόλιό σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΛΟ ΣΟΥ ΒΡΑΔΥ!!!
Με την αγάπη μου!!!
Τι όμορφα!!! Πάλι παιχνίδι βρήκα και ήρθα να παίξω η μπουμπού!!! Χα!χα!χα! Καλό παιδάκι και ήσυχο από μικρό – για δέκα αγόρια έκανα, όπως έλεγε ο πατέρας μου – έχω και εγώ να σου πω μία ζουζουνιά με αυγά… Πρέπει να ήμουν 6 – 7 χρόνων και ένα καλοκαίρι οι γονείς μου με έστειλαν για λίγο διακοπές σε ένα χωριό του Παρνασσού μαζί με τους θείους μου και τα ξαδέλφια μου!!! Κάθε μέρα ζητούσα η καημένη ένα αυγό να φάω και η γιαγιά των ξαδελφών μου, μου έλεγε πως τα αυγά και τα πορτοκάλια ήταν για τα αγόρια (νοοτροπία και αυτή τότε, μόνον τα αγόρια ήταν παιδιά τα κορίτσια….). Τι να κάνω και εγώ άρχισα να παρακολουθώ την γιαγιά να δω που κρύβει τα αυγά… ανακάλυψα ότι τα βάζει στο υπόγειο μέσα σε κάτι δεξαμενές με στάρι και αμέσως κατέστρωσα το σχέδιο… Την επομένη το πρωί έκανα την άρρωστη και όταν τα ξαδέλφια μου πήγαν για παιγνίδι και οι μεγάλοι για δουλειές… με τρόπο μπήκα στο υπόγειο… με φόβο χώθηκα στην δεξαμενή με το στάρι… και με μεγάλη ευχαρίστηση έφαγα – φυσικά ωμά – όσα αυγά βρήκα εκεί… γύρισα στο κρεβάτι μου και ξαναέκανα την άρρωστη!!!! Όταν την επόμενη ανακάλυψαν τα τσόφλια από τα αυγά… ευτυχώς το απέδωσαν στα ποντίκια… γιατί αλλιώς… ακόμα θα με κυνηγούσαν!!!! Νάσαι καλά που με γύρισες πάνω από πενήντα χρόνια πίσω…. Χα!χα!χα! για μικρή με είχες??? Μην κοιτάς που ακόμα και σήμερα μου αρέσουν οι ζουζουνιές!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήχαχαχχαχαα γέλασα με την ψυχή μου Βίκυ μου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι να σου πω, το ίδιο θα έκανα κι εγώ. Μα τι νοοτροπία και αυτή, απίστευτο!!!! Ευτυχώς που τώρα δεν ισχύουν αυτά τα μυαλά. Τώρα αν αυτά που ισχύουν τώρα είναι καλύτερα χμμμμ δεν είμαι και τόσο σίγουρη.
Βίκυ μου μέσα σε αυτό τον κόσμο του διαδικτύου, είμαστε όλοι μας συνομήλικοι, αφού οι ψυχή δεν έχει ηλικία.
Τα φιλιά μου!!!